αγωνιστικός

αγωνιστικός
-ή, -ό (Α ἀγωνιστικός, -ή, όν) [ἀγωνίζομαι]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα
2. ο κατάλληλος για αγώνες
αρχ.
1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός
2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός, εντυπωσιακός
3. (για πρόσωπα) φίλερις, καβγατζής
4. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) η ἀγωνιστική, η τέχνη τού να αγωνίζεται κανείς
το ἀγωνιστικόν
ικανότητα τού αγώνα
5. επίρρ. ἀγωνιστικῶς
α) μαχητικά, εριστικά
β) με τρόπο δραματικό
6. φρ. «ἀγωνιστικῶς ἔχω», έχω διάθεση να αγωνιστώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀγωνιστικός — fit for contest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωνιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αγώνα: Το γυμναστήριο δεν είχε αρκετά αγωνιστικά όργανα. 2. αυτός που έχει την τάση να ανακατεύεται σε πολιτικούς ή κοινωνικούς αγώνες: Ήταν τύπος αγωνιστικός. 3. το θηλ., αγωνιστική ως ουσ., η τέχνη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγωνιστικά — ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc pl ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc/acc dual ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικώτερον — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial comp ἀγωνιστικός fit for contest masc acc comp sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικωτέρων — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen comp pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικῶν — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικόν — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικώτατα — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial superl ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικώτατον — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc superl sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικαῖς — ἀγωνιστικός fit for contest fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”